Σχόλιο στην ΑΠ 2221/2014. ΝοΒ τόμος 63 σελ.1751

IΙΙ. ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Άρειος Πάγος (Α1΄ Τµήµα) Αριθ. 2211/2014
Πρόεδρος: Γ. Χρυσικός, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Α. Ζευγώλης, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Π. Μάζης, Ι. Κτενίδης, Ε. Μουστάκης, Ε. Σύρµου, Ζ. Χονδρού, Κ. Τσενές

Ειδική εκκαθάριση επιχειρήσεων.  Διορισµός ειδικού εκκαθαριστή από το Εφετείο. Συγχώνευση ανώνυµων εταιριών µε απορρόφηση. Απορρόφηση εκκαθαρίστριας εταιρίας.

Η συγχωνευόµενη εταιρία παύει να υφίσταται χωρίς να µεσολαβήσει εκκαθάριση, εξαφανιζόµενη ως υποκείµενο δικαιωµάτων και υποχρεώσεων.

Η νέα εταιρία, υποκαθίσταται αυτοδικαίως και ταυτοχρόνως, χωρίς καµιά άλλη διατύπωση, σε όλα γενικά τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις της απορροφηθείσης και ως διάδοχος των δικαιωµάτων και υποχρεώσεών της συνεχίζει τις εκκρεµείς δίκες.

Ωστόσο, στα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις, καθώς και τις έννοµες σχέσεις δεν περιλαµβάνεται και η απονεµηθείσα δικαστικώς, µε απόφαση του αρµόδιου Εφετείου, ιδιότητα του ειδικού εκκαθαριστή, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 46 § 1, 46α § 1, 12, 15 του ν. 1892/1990, 9 και 10 § 1 του ν. 1386/1983, εφόσον ο εκκαθαριστής, κατά τη διάρκεια της ειδικής εκκαθαρίσεως, ασκεί τη διοίκηση, διαχείρηση και εκπροσώπηση της υπό εκκαθάριση τεθείσης επιχειρήσεως όχι ως εταιρικό όργανο, αλλά ως δηµόσιος λειτουργός, ιδιότητα που δεν µεταβιβάζεται µε τα ως άνω δικαιώµατα και υποχρεώσεις.

Δηµόσιος πλειοδοτικός διαγωνισµός στο πλαίσιο της ειδικής εκκαθάρισης προβληµατικής επιχείρησης. Σύνταξη πινάκων από τους εκκαθαριστές των επιχειρήσεων.

Οι ανακοπές κατά πινάκων που συντάσσονται κατά την εκκαθάριση επιχειρήσεων, κατά τα άρθρα 9 και 10 ν. 1386/1983, εκδικάζονται σε πρώτο και τελευταίο βαθµό από το Εφετείο.

Η απαγόρευση του ένδικου µέσου της αναιρέσεως δεν είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 20 § 1 Σ και 6 § 1 ΕΣΔΑ (Άρθρα 9, 10 ν. 1386/83, ν. 1892/90, 20 § 1 Σ, 6 § 1 ΕΣΔΑ).

(…) Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 568 § 4 και 576 §§ 1 και 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εµφανιστεί κάποιος από τους διαδίκους, είτε αυτός είναι ο αναιρεσείων, είτε ο αναιρεσίβλητος, εξετάζεται ποιος από αυτούς επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης.

Αν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εµφανίσθηκε και δεν εµφανιστεί ο αντίδικός του, πρέπει να προσκοµίζεται µε επίκληση το αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, ενώ αν η συζήτηση επισπεύδεται από τον αντίδικο του διαδίκου που εµφανίστηκε, πρέπει να προσκοµίζεται µε επίκληση η κλήση που του επιδόθηκε (είτε αυτοτελώς, είτε µε την αίτηση αναίρεσης και της πράξης ορισµού δικασίµου).

Αν δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη. Στην αντίθετη περίπτωση παρά την απουσία του απολειποµένου διαδίκου το δικαστήριο προχωρεί στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 § 1 του ν. 1892/1990 «για τον εκσυχρονισµό και ανάπτυξη και άλλες διατάξεις», όπως η § 1 αντικαταστάθηκε και συµπληρώθηκε αντίστοιχα µε τα άρθρα 14 του ν. 2000/1991 και 60 του ν. 2324/1995 «επιχείρηση που έχει αναστείλει ή διακόψει τη λειτουργία της για οικονοµικούς λόγους ή είναι σε κατάσταση παύσης πληρωµών ή έχει πτωχεύσει ή τεθεί υπό διοίκηση και διαχείριση των πιστωτών ή υπό προσωρινή διαχείριση ή υπό εκκαθάριση οποιασδήποτε µορφής ή παρουσιάζει έκδηλη οικονοµική αδυναµία πληρωµής των ληξιπρόθεσµων οφειλών της, υποβάλλεται στην προβλεπόµενη από το άρθρο 9 και 10 του νόµου αυτού (ν. 1386/ 1983) εκκαθάριση, ύστερα από απόφαση του εφετείου της έδρας της επιχείρησης, εκδιδόµενη µε βάση τις διατάξεις του προαναφερόµενου άρθρου 9 του ν. 1386/1983 και έπειτα από αίτηση πιστωτή ή πιστωτών εκπροσωπούντων το 20% των ληξιπρόθεσµων υποχρεώσεών της …».

Με το άρθρο 46α του ν. 1892/1990, που προστέθηκε µε το άρθρο 14 του ανωτέρω ν. 2000/1991, ορίσθηκε ότι: «στην § 1: Μετά από αίτηση των πιστωτών που εκπροσωπούν το 51% τουλάχιστον των κατά της επιχείρησης της § 1 του προηγούµενου άρθρου απαιτήσεων … το εφετείο µε την απόφασή του της § 1 του προηγούµενου άρθρου ή µε µεταγενέστερη απόφασή του διατάσσει ειδική εκκαθάριση … στην § 2: Μετά τη δηµοσίευση της απόφασης του εφετείου, ο εκκαθαριστής υποχρεούται να προβεί στη λεπτοµερή περιγραφή και την εν συνεχεία πώληση, µε δηµόσιο πλειοδοτικό διαγωνισµό όλου του ενεργητικού της επιχείρησης ως συνόλου, είτε η επιχείρηση ευρίσκεται σε λειτουργία είτε όχι …».

Ακόµη, κατά την § 12 του άρθρου 56α του αυτού ως άνω ν. 1892/1993, επί εκκαθαρίσεως του παρόντος άρθρου ισχύουν κατά τα λοιπά, αναλόγως, οι διατάξεις του άρθρου 9 §§ 3 και 4 και του άρθρου 10 του ν. 1386/1983, κατά την παράγραφο δε 1 του τελευταίου αυτού άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 49 του ν. 1892/ 1990, το οποίο εφαρµόζεται αναλογικά, κατά ρητή επιταγή των άρθρων 46 § 1 και 46α § 12 του προρρηθέντος ν. 1892/1990 και στη διαδικασία ειδικής εκκαθαρίσεως των προβληµατικών επιχειρήσεων «σε κάθε περίπτωση ο Ο.Α.Ε. και καθένας που έχει έννοµο συµφέρον µπορεί και πριν από τη λήξη των ανωτέρω προθεσµιών να ζητήσει από το δικαστήριο την αντικατάσταση του εκκαθαριστή εκθέτοντας τους λόγους που επιβάλλουν την αντικατάσταση».

Περαιτέρω, στην περίπτωση συγχώνευσης ανωνύµων εταιριών, που επέρχεται είτε µε τη σύσταση νέας εταιρίας, είτε µε απορρόφηση, είτε µε εξαγορά της µιας από την άλλη, ορίζει το άρθρο 75 του ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 11 π. δ. 498/1987, ότι «1. Από την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύµων Εταιριών της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο 74, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καµία άλλη διατύπωση … τα ακόλουθα αποτελέσµατα: α) η απορροφούσα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις τής ή των απορροφούµενων εταιριών και η µεταβίβαση αυτή εξοµοιώνεται µε καθολική διαδοχή … γ) οι απορροφούµενες εταιρίες παύουν να υπάρχουν … 2. Οι εκκρεµείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρία ή κατ’ αυτής, χωρίς καµία ειδικότερη διατύπωση από µέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βιαία διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή της».

Η έννοια της, κατά τα άνω, συγχώνευσης είναι ότι µε αυτή, η συγχωνευόµενη εταιρία παύει να υφίσταται χωρίς να µεσολαβήσει εκκαθάριση, εξαφανιζόµενη ως υποκείµενο δικαιωµάτων και υποχρεώσεων και ότι η νέα εταιρία, υποκαθίσταται αυτοδικαίως και ταυτοχρόνως, χωρίς καµιά άλλη διατύπωση, σε όλα γενικά τα δικαιώµατα κα τις υποχρεώσεις της απορροφηθείσης και ως διάδοχος των δικαιωµάτων και υποχρεώσεών της συνεχίζει τις εκκρεµείς δίκες (πρβλ. ΟλΑΠ 12/1999).

Ωστόσο, στα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις, καθώς και τις έννοµες σχέσεις δεν περιλαµβάνεται και η απονεµηθείσα δικαστικώς, µε απόφαση του αρµόδιου Εφετείου, ιδιότητα του ειδικού εκκαθαριστή, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 46 § 1, 46α § 1, 12, 15 του ν. 1892/1990, 9 και 10 § 1 του ν. 1386/1983, εφόσον ο εκκαθαριστής, κατά τη διάρκεια της ειδικής εκκαθαρίσεως, ασκεί τη διοίκηση, διαχείρηση και εκπροσώπηση της υπό εκκαθάρισης τεθείσης επιχειρήσεως όχι ως εταιρικό όργανο, αλλά ως δηµόσιος λειτουργός (ΑΠ 1504/ 2002), ιδιότητα που δεν µεταβιβάζεται µε τα ως άνω δικαιώµατα και υποχρεώσεις και έτσι η απορροφηθείσα εταιρία εµφανίζεται ως διάδικος στις υποθέσεις της ειδικής εκκαθαρίσεως, τις οποίες δεν µπορεί να συνεχίσει αυτοδικαίως, ως διάδοχός της, η απορροφήσασα αυτήν εταιρεία, παρά µόνο αν µετά από αίτηση της τελευταίας, µε απόφαση του αρµόδιου Εφετείου, διαταχθεί η αντικατάσταση της απορροφηθείσης εταιρείας και διορισθεί στη θέση της για τις υποθέσεις της υπό εκκαθάριση επιχείρησης, η απορροφήσασα την εκκαθαρίστρια της τελευταίας εταιρεία, που ως προς τις λοιπές υποθέσεις αυτής έχει καταστεί καθολική διάδοχός της.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν καθίσταται πλέον διάδικος ως προς τις υποθέσεις της υπό εκκαθάριση εταιρείας, αλλά η διορισθείσα µε δικαστική απόφαση και ως προς αυτό καθολική διάδοχός της, κατά της οποίας και πρέπει να απευθύνεται το ένδικο µέσο της αιτήσεως αναιρέσεως, προς το οποίο και πρέπει να γίνεται η επίδοση του αναιρετηρίου µε την κάτω απ’ αυτήν πράξη ορισµού δικασίµου και της κλήσης προς συζήτηση.

Εάν ωστόσο συµβαίνει το αντίθετο, η αίτηση αναιρέσεως είναι κατ’αρχήν απαράδεκτη, εφόσον απευθύνεται εναντίον νοµικού προσώπου που δεν υπάρχει, και παράλληλα δεν έχει αντικατασταθεί µε απόφαση του αρµόδιου Εφετείου από άλλο νοµικό πρόσωπο και ως προς της υποθέσεις για τις οποίες είχε διορισθεί ως ειδικός εκκαθαριστής, εκτός αν ο αναιρεσείων αγνοούσε την επελθούσα αυτή µεταβολή (βλ. ΟλΑΠ 27/1987, ΑΠ 433/2005, 1755/2002), ή η απόφαση για την αντικατάσταση του ειδικού εκκαθαριστή εκκρεµούσε ενώπιον του Εφετείου για αντικατάστασή του, οπότε η αναίρεση είναι παραδεκτή και στην µεν πρώτη περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση προκειµένου να κληθεί το νέο νοµικό πρόσωπο, που ορίσθηκε ως ειδικός εκκαθαριστής, στην δε δεύτερη γίνει δήλωση από τους εµφανισθέντες διαδίκους ότι εκκρεµεί αίτηση ενώπιον του αρµόδιου Εφετείου για την αντικατάσταση του ειδικού εκκαθαριστή από τον καθολικό διάδοχο αυτού, οπότε αναβάλλεται η υπόθεση µέχρι να εκλείψει η υφισταµένη εκκρεµότητα και να κληθεί πλέον το νέο νοµικό πρόσωπο που διορίζεται ως εκκαθαριστής.

Στην προκειµένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ’ αριθ. 226/ 2005 απόφαση του Τριµελούς Εφετείου Θράκης τέθηκε και έκτοτε τελεί σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, σύµφωνα µε τις προπαρατεθείσες διατάξεις, η εδρεύουσα στο δηµοτικό διαµέρισµα … του δήµου … του Ν. Καβάλας η ανώνυµη εταιρεία, µε την επωνυµία «Ξ.** Α.Ε.-Ι.** ΚΑΒΑΛΑΣ», µετά από αίτηση πιστωτών της, που αντιπροσώπευαν ποσοστό µεγαλύτερο του 20% του συνόλου των ληξιπρόθεσµων υποχρεώσεών της.

Με την ίδια απόφαση διορίστηκε ως εκκαθαρίστρια η ανώνυµη εταιρεία, µε την επωνυµία «Ε.**», και το διακριτικό τίτλο «Ε.** FINANCE Α.Ε.» (πρώτη αναιρεσίβλητη), όπως µετονοµάσθηκε, µετά τροποποίηση του καταστατικού της, µεταξύ άλλων και ως προς την επωνυµία, η εταιρεία µε την επωνυµία «Ε.Ξ.**», θυγατρική της (άλλοτε) ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας µε την επωνυµία «** Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «Ε.** bank», που ήταν κι αυτή πιστώτρια της άνω προβληµατικής επιχείρησης (ήτοι της «Ξ.** Α.Ε.-Ι.** ΚΑΒΑΛΑΣ»), και η οποία («Ε.** bank) αργότερα συγχωνεύθηκε µε απορρόφηση από την «Τράπεζα Π.** Α.Ε.» (δεύτερη αναιρεσίβλητη). Περαιτέρω προέκυψε ότι το Δεκέµβριο του 2008 κι ενώ η διαδικασία της ειδικής εκκαθάρρισης της ως άνω προβληµατικής επιχείρησης εκκρεµούσε ακόµα, η προαναφερόµενη εκκαθαρίστρια εταιρεία («Ε.**») συγχωνεύθηκε µε απορρόφηση στην αιτούσα µητρική της τραπεζική εταιρεία µε την επωνυµία «Τράπεζα Π.** Α.Ε.».

Συγκεκριµένα, µε βάση την υπ’ αριθ. …/30.12. 2008 πράξη του συµβολαιογράφου Π.** Σ.Β.**, που καταχωρήθηκε νόµιµα στο υπ’ αριθ. …/30.1.2008 ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ, συγχωνεύθηκαν η «Τράπεζα Π.** Α.Ε.» και η ανωτέρω εκκαθαρίστρια – ανώνυµη εταιρεία («Ε.**»), µε απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη, κατ’ άρθρο 68 § 2 και 78 του ν. 2190/1920, η οποία (συγχώνευση) εγκρίθηκε, δυνάµει της υπ’ αριθ. Κ2-15241/19.1.2008 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης, που καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών της Νοµαρχίας Αθηνών, στις 29.12.2008 και τελικά, στις 5.1.2009, η απορροφηθείσα ανώνυµη εταιρεία «Ε.** FINANCE Α.Ε.» διεγράφη και από το µητρώο Ανωνύµων Εταιρειών της Νοµαρχίας Αθηνών.

Εποµένως, ενόψει των ανωτέρω και σύµφωνα µε όσα διαλαµβάνονται στην αρχή της παρούσης σκέψεως, ύστερα από την ανωτέρω συγχώνευση η προρρηθείσα εταιρεία µε την επωνυµία «Ε.** FINANCE Α.Ε.» έπαυσε να υφίσταται, ως νοµικό πρόσωπο , ενώ ταυτόχρονα η απορροφώσα ανώνυµη εταιρεία µε την επωνυµία «Τράπεζα Π.** Α.Ε.» υποκαταστάθηκε αυτοδικαίως και χωρίς καµία άλλη διατύπωση, ως οιονεί καθολική διάδοχος, σε όλα γενικά τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις, στα οποία όµως δεν συµπεριλαµβάνεται και η απονεµηθείσα σ’ αυτήν (στην απορροφώµενη εταιρεία) και η προαναφερόµενη µε την υπ’ αριθ. 226/2005 απόφαση του Τριµελούς Εφετείου Θράκης, ιδιότητα της ειδικής εκκαθαρίστριας.

Η κατάλυση της νοµικής υπόστασης της παραπάνω εκκαθαρίστριας εταιρίας και η συνεπαγόµενη απώλεια της συγκεκριµένης ιδιότητάς της (της εκκαθαρίστριας), προκάλεσε αφενός µεν την διακοπή των εργασιών της ως άνω διαδικασίας ειδικής εκκαθάρισης της ανώνυµης εταιρείας µε την επωνυµία «Ξ.** Α.Ε.-Ι.** ΚΑΒΑΛΑΣ», η οποία δεν είχε εισέτι ολοκληρωθεί και αφετέρου την αδυναµία εκπροσώπησης της εν λόγω εταιρείας, που εκπροσωπούνταν µέχρι τότε από την ανωτέρω εκκαθαρίστριά της («Ε.** FINANCE Α.Ε.»), αφού, σύµφωνα µε την διάταξη της § 3 του άρθρου 9 του ν. 1386/1983, µε τη δηµοσίευση της απόφασης του Εφετείου, που διορίζεται ο εκκαθαριστής, παύει η εξουσία των οργάνων της διοίκησης της υπό εκκαθάριση εταιρίας.

Ενόψει των ανωτέρω, η οιονεί καθολική διάδοχος της ως άνω εκκαθαρίστριας εταιρείας, υπό την ιδιότητά της αυτής και υπό την επίκληση όλων των ανωτέρω, µε την από 26.1.2011 αίτησή της ενώπιον του Εφετείου Θράκης, ζήτησε την αντικατάσταση της άνω εκκαθαρίστριας, η οποία είχε διοριστεί µε την υπ’ αριθ. 226/2005 απόφασή του, και τον διορισµό της ίδιας ως εκκαθαρίστριας της άνω προβληµατικής επιχείρησης, η υπόθεση δε προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στις 11.10.2013. Στο µεταξύ, επί της από 28.08.2007 ανακοπής, εκτός των άλλων, και των αναιρεσειόντων, που απευθύνετο κατά των αναιρεσίβλητων, µεταξύ των οποίων και η άνω εκκαθαρίστρια εταιρεία «Ε.**», µε την οποία εζητείτο να ακυρωθεί ο από 10.07.2007 πίνακας κατάταξης δανειστών που συνέταξε ως εκκαθαρίστρια της τεθείσης υπό ειδική εκκαθάριση εταιρίας µε την επωνυµία «Ξ.** Α.Ε.-Ι.** ΚΑΒΑΛΑΣ», χωρίς να καταταγούν και αυτοί (αναιρεσείοντες) στον τελευταίο ως προνοµιούχοι δανειστές για τις απαιτήσεις τους που συνίσταντο σε µισθούς, επιδόµατα, αποζηµιώσεις κ.λπ., για τον αποκλειστικό λόγο ότι τα επιδοθέντα στην εκκαθαρίστρια αναγγελτήριά τους, είχαν υπογραφεί από δικηγόρους της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης χωρίς τη σύµπραξη δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, εκδόθηκε, σε πρώτο και τελευταίο βαθµό, η υπ’ αριθ. …/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, µε την οποία απορρίφθηκε η άνω ανακοπή των αναιρεσειόντων.

Κατά της απόφασης αυτής οι άνω ανακόπτοντες άσκησαν την κρινοµένη από 06.06.2011 αίτηση αναιρέσεως, η οποία απευθύνετο κατά των καθ’ ών η ανακοπή τους, µεταξύ των οποίων και η άνω εκκαθαρίστρια εταιρία «Ε.**», µε την επιµέλεια δε αυτών (αναιρεσειόντων) κατατέθηκε στη Γραµµατεία του Δικαστηρίου τούτου κατ’ άρθρο 568 ΚΠολΔ και ορίστηκε δικάσιµος για τη συζήτηση αυτής, µε την από 02.05.2013 πράξη του Προέδρου του Α1 Πολιτικού Τµήµατος, η 16.12.2013, ακριβές δε αντίγραφο της άνω αίτησης επιδόθηκε σε όλους τους αναιρεσίβλητους, εκτός της πρώτης εξ αυτών εκκαθαρίστριας, για τον λόγο ότι δεν είχε ορισθεί ακόµη νέος εκκαθαριστής της άνω υπό ειδική εκκαθάριση τεθείσας εταιρείας, καθόσον η αρχικώς ορισθείσα εκκαθαρίστρια είχε συγχωνευθεί µε απορρόφηση από την Τράπεζα Π.** ΑΕ, η οποία είχε καταστεί οιονεί καθολικός διάδοχος αυτής, όχι όµως και ως προς την παραπάνω ιδιότητά της ως ειδικής εκκαθαρίστριας.

Κατά την παραπάνω αρχική δικάσιµο η υπόθεση αναβλήθηκε εκ του πινακίου για τη δικάσιµο της 06.10.2014, µετά από αίτηση των αναιρεσειόντων, προκειµένου να κλητευθεί, µετά από αντικατάσταση της πρώτης αναιρεσίβλητης, η νοµίµως διοριζοµένη νέα εκκαθαρίστρια, της ανωτέρω υπό εκκαθάριση τεθείσας εταιρείας, ενόψει του ότι από την ήδη καθολική διάδοχό της «Τράπεζα Π.** Α.Ε.» είχε υποβληθεί η από 26.1.2011 αίτηση ενώπιον του αρµοδίου Εφετείου Θράκης µε αίτηµα την αντικατάσταση αυτής και τον διορισµό της τελευταίας ως εκκαθαρίστριας, δεδοµένου ότι µετά την συγχώνευσή της µε απορρόφηση απ’ αυτήν, αφού τηρήθηκαν οι νόµιµες διατυπώσεις, είχε απωλέσει πλέον την νοµική προσωπικότητά της, ώστε να µην καθίσταται πλέον δυνατή η συνέχιση της τεθείσης υπό εκκαθάριση εταιρείας, η οποία δεν είχε εισέτι ολοκληρωθεί.

Με την υπ’ αριθ. …/31.12.2013 απόφαση του Εφετείου Θράκης, έγινε δεκτή η ως άνω αίτηση και αντικαταστάθηκε η πρώτη αναιρεσίβλητη εκκαθαρίστρια εταιρεία και στην θέση της διορίστηκε η αιτούσα και ήδη καθολική διάδοχός της κατά τα λοιπά, «Τράπεζα Π.** Α.Ε.», η οποία απέκτησε πλέον και την ιδιότητα της πρώτης αναιρεσίβλητης, ως εκκαθαρίστριας, και κατέστη διάδικος µε δικαίωµα συνέχισης αυτοδικαίως της δίκης που ανοίχθηκε µε την προρρηθείσα ανακοπή των αναιρεσειόντων στην εκκρεµούσα ενώπιον του Αρείου Πάγου αίτηση αναιρέσεως αυτών, κατά της ως άνω απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθµα προς την παρούσα απόφαση πρακτικά, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου κατά την αναφερόµενη στην αρχή της παρούσης µετ’ αναβολή δικάσιµο (06.10.2014), δεν εµφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο η «Τράπεζα Π.** Α.Ε»., η οποία, ως καθολική διάδοχος δια συγχωνεύσεως µε απορρόφηση της πρώτης αναιρεσίβλητης εταιρείας «Ε.**», µε την υπ’ αριθ. …/31.12.2013 απόφαση του Εφετείου Θράκης, είχε διορισθεί και ως εκκαθαρίστρια της υπό εκκαθάρισης τεθείσης εταιρείας «Ξ.** Α.Ε.-Ι.** ΚΑΒΑΛΑΣ», σε αντικατάσταση της διορισθείσας αρχικώς ως εκκαθαρίστριας πρώτης αναιρεσίβλητης, µε την υπ’ αριθ. 226/2005 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, ώστε να καταστεί πλέον καθολική διάδοχος και νόµιµος εκπρόσωπος της αρχικής εκκαθαρίστριας (πρώτης αναιρεσίβλητης) και υπό την ιδιότητά της αυτή, η άνω τραπεζική εταιρία, να συνεχίσει αυτοδικαίως τη δίκη που ανοίχθηκε µε την αναίρεση, στη θέση της ως αναιρεσίβλητης.

Ωστόσο, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/10.06.2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιµελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, την οποία επικαλούνται και προσκοµίζουν οι επισπεύδοντες τη συζήτηση της υποθέσεως αναιρεσείοντες, ακριβές αντίγραφο της κρινοµένης αίτησης αναιρέσεως, µε πράξη ορισµού δικασίµου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιµο της 16.12.2013, κατά την οποία η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε εκ του πινακίου για την αναφερόµενη στην αρχή της παρούσης δικάσιµο (06.10.2014), καθώς και της υπ’ αριθ. …/13.5.2014 βεβαίωσης αναβολής της Γραµµατέως του Δικαστηρίου τούτου, µε την οποία ορίζεται νέα δικάσιµος της πιο πάνω αιτήσεως αναιρέσεως η 6.10.2014, ηµέρα Δευτέρα και ώρα 09.30 π.µ., επιδόθηκαν νοµίµως και εµπροθέσµως στην ανώνυµη τραπεζική εταιρεία µε την επωνυµία «ΤΡΑΠΕΖΑ Π.** Α.Ε.», µε την ιδιότητά της ως ειδικής εκκαθαρίστριας του ν. 1892/1990, µε βάση την υπ’ αριθ. 384/2013 απόφαση του Τριµελούς Εφετείου Θράκης, της εταιρείας «Ξ.** Α.Ε. Ι.** ΚΑΒΑΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», µε την οποία αντικαταστάθηκε η αρχικώς διορισθείσα ειδική εκκαθαρίστρια πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυµη εταιρεία µε την επωνυµία «Ε.**».

Εποµένως, σύµφωνα µε τις προπαρατεθείσες διατάξεις, η καταστάσα πλέον πρώτη αναιρεσίβλητη «ΤΡΑΠΕΖΑ Π.** Α.Ε.», δυνάµει της άνω εφετειακής απόφασης, ειδική εκκαθαρίστρια της τεθείσης υπό ειδική εκκαθάριση εταιρείας «Ξ.** Α.Ε. Ι.** ΚΑΒΑΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» σε αντικατάσταση της αρχικώς διορισθείσης ως ειδικής εκκαθαρίστριας «Ε.** FINANCE Α.Ε.», της οποίας ήδη κατά τα λοιπά ήταν καθολική διάδοχος, πρέπει να δικασθεί ερήµην, να προχωρήσει όµως η συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν και αυτή παρούσα. (…)

Κατά το άρθρο 577 §§ 1-2 του ΚΠολΔ το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης, εάν δε η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόµιµα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για το παραδεκτό της ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως. 

Εξάλλου, κατά το άρθρο 46Α’ § 1 του ν. 1892/1990, που προστέθηκε µε το άρθρο 14 του ν. 2000/1991, µετά από αίτηση των πιστωτών που εκπροσωπούν το 51% του συνόλου των απαιτήσεων κατά των αναφερόµενων στην § 1 του άρθρου 46 του ίδιου νόµου προβληµατικών και υπερχρεωµένων επιχειρήσεων, το εφετείο της έδρας της επιχείρησης διατάσσει την ειδική εκκαθάριση αυτής και διορίζει εκκαθαριστή, µε απόφασή του που εκδίδεται σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 1386/1993, δηλαδή µε απόφαση που πρέπει να εκδοθεί µέσα σε 15 ηµέρες από τη συζήτηση της αιτήσεως για τον διορισµό εκκαθαριστή και δεν υπόκειται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα µέσα.

Εξάλλου, κατά την § 2 του άνω άρθρου 46Α ο εκκαθαριστής υποχρεούται να προβεί στην λεπτοµερή καταγραφή και την εν συνεχεία πώληση µε δηµόσιο πλειοδοτικό διαγωνισµό όλου του ενεργητικού της επιχείρησης ως συνόλου και κατά την § 8 του ίδιου άρθρου, το προϊόν της εκκαθάρισης επέχει θέση πλειστηριάσµατος των άρθρων 1004 επ. ΚΠολΔ, ενώ κατά την § 10 του άρθρου αυτού, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 53 § 3 του ν. 2224/1994, ο εκκαθαριστής συντάσσει πίνακα κατάταξης, σύµφωνα µε τα άρθρα 975 έως 979 και 1007 του ΚΠολΔ, εντός δεκαπέντε ηµερών από τη λήξη της προθεσµίας αναγγελίας των απαιτήσεων των δανειστών.

Σύµφωνα δε µε τις διατάξεις των άρθρ. 180, 181 και 182 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/ 2007) από την έναρξη ισχύος του, στις 16.9.2007, καταργήθηκαν, µεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρ. 46α ν. 1892/ 1990, οι οποίες όµως εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρµόζονται στις εκκρεµείς διαδικασίες, όπως είναι και η επίδικη.

Περαιτέρω µε το άρθρο 2 § 3 του ν. 2702/1999 προστέθηκε στην ανωτέρω § 10 του άρθρου 46 Α’ εδάφιο, που ορίζει, µεταξύ άλλων, ότι «αρµόδιο για την εκδίκαση ανακοπών κατά του πίνακα κατάταξης είναι το εφετείο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ο εκκαθαριστής. Στη δίκη ενώπιον του εφετείου εφαρµόζονται οι διατάξεις των §§ 1, 2, 4, 5 και 6 του άρθρου 270 του ΚΠολΔ. Οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρµόζονται και στους πίνακες κατατάξεως που συντάσσονται από τους εκκαθαριστές των επιχειρήσεων, των οποίων το καθεστώς εκκαθάρισης διέπεται από τα άρθρα 9 και 10 του ν. 1386/ 1983.

Αποφάσεις επί ανακοπών κατά πινάκων κατάταξης που έχουν εκδοθεί κατά την έναρξη ισχύος του νόµου αυτού (2702/1999), καθίστανται αµετάκλητες, εφόσον έχουν εκδοθεί αποφάσεις του Εφετείου επ’ αυτών και δεν έχει συζητηθεί η τυχόν ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως κατ’ αυτών».

Από τη διατύπωση των άνω διατάξεων του ν. 2702/1999 προκύπτει ότι ο νοµοθέτης κατ’ αρχήν ρυθµίζει για το µέλλον – κατά τη γενικότερη αρχή του άρθρου 2 του ΑΚ – την αρµοδιότητα του δικαστηρίου που δικάζει την ανακοπή κατά του πίνακα (Εφετείο), την τηρητέα ενώπιον αυτού διαδικασία, καθώς και την εφαρµογή των διατάξεων αυτών και επί των ανακοπών κατά πινάκων που συντάσσονται για τηνεκκαθάριση των επιχειρήσεων κατά τα άρθρα 9 και 10 του ν. 1386/ 1983.

Εξάλλου στην Εισηγητική ‘Εκθεση του πιο πάνω νόµου αναφέρεται ότι µε την § 3 του άρθρου 2 του νόµου αυτού προστέθηκε εδάφιο στην § 10 του άρθρου 46 Α’ του ν. 1892/1990, µε σκοπό την επιτάχυνση της εκκαθάρισης, στο οποίο ορίζεται ότι οι ανακοπές εκδικάζονται σε πρώτο και τελευταίο βαθµό από το Εφετείο.

Επισηµαίνεται δε στην Εισηγητική Έκθεση ότι οι πιστωτές µέχρι σήµερα ασκούν πολλές φορές αβάσιµες ανακοπές κατά του πίνακα, µε αποτέλεσµα και η εκκαθάριση να διαιωνίζεται και να επιβαρύνεται µε έξοδα και οι πιστωτές να µη µπορούν να εισπράξουν τα ποσά για τα οποία έχουν καταταγεί και ότι µε την προτεινόµενη ρύθµιση εκτιµάται ότι οι σχετικές δικαστικές διενέξεις θα τελεσιδικούν µέσα σε διάστηµα 6-8 µηνών, αντί του απαιτουµένου µέχρι σήµερα 3-5 ετών.

Εν όψει της ως άνω για το µέλλον ρυθµίσεως της αρµοδιότητας του Εφετείου και της τηρητέας ενώπιον αυτού διαδικασίας, σε συνδυασµό και προς το άνω περιεχόµενο της Εισηγητικής Εκθέσεως, συνάγεται ότι σκοπός των προαναφερόµενων ρυθµίσεων είναι η επιτάχυνση της διαδικασίας της ειδικής εκκαθαρίσεως και της ικανοποιήσεως των δανειστών που κατατάσσονται στον πίνακα κατατάξεως, όχι µόνο δια της εισαγωγής αρµοδιότητας του Εφετείου κατά παράλειψη του Πρωτοδικείου αλλά και δια του αποκλεισµού της αναιρέσεως κατά των αποφάσεων αυτού.

Καθ’ ον δε λόγον η απευθείας αρµοδιότητα του Εφετείου εισάγεται για το µέλλον, για τον ίδιο ακριβώς λόγο και ο αποκλεισµός της αναιρέσεως κατά της αποφάσεώς του, που στον ίδιο σκοπό κατατείνει, ηθελήθη από το νοµοθέτη και για το µέλλον.

Συνεπώς η, κατά το γράµµα προβλέπουσα την απαγόρευση της αναιρέσεως για το παρελθόν, διάταξη του τελευταίου εδαφίου στο προστεθέν εδάφιο («αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατά την έναρξη της ισχύος του νόµου (2702/1999) καθίστανται αµετάκλητες, εφόσον έχουν εκδοθεί αποφάσεις του Εφετείου … «), ερµηνευόµενη τελολογικώς ως µέρος της συνολικώς προστεθείσας διατάξεως και όχι µεµονωµένως, έχει το σαφές αντικειµενικό νόηµα ότι δεν επιτρέπεται γενικώς αναίρεση κατ’ αποφάσεως του Εφετείου επί ανακοπής κατά του πίνακα στις παραπάνω εκκαθαρίσεις.

Είναι δε αυτονόητη η επικέντρωση της διατυπώσεως του τελευταίου αυτού υπεδαφίου στην αφορώσα το παρελθόν απαγόρευση της αναιρέσεως ακριβώς εν όψει της γενικότερης από το άρθρο 2 του ΑΚ αρχής της µη αναδροµικότητας του νόµου, εάν δεν προβλέπεται σαφώς το αντίθετο.

Διαφορετική ερµηνεία θα οδηγούσε στο άτοπο, οι εν λόγω διατάξεις, παρότι έχουν ως σκοπό την µελλοντική (µετά την ισχύ του νόµου 2702/1999) επιτάχυνση της ειδικής εκκαθαρίσεως και της ικανοποιήσεως των πιστωτών, να θεσπίζουν το αµετάκλητο µόνο για τις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόµου (ΟλΑΠ 8/2003, 606/2012, ΑΠ 1645/2011, ΑΠ 409/2010, ΑΠ 1983/2008, ΑΠ 197/2006).

Σηµειώνεται, τέλος, ότι η απαγόρευση του ένδικου µέσου της αναιρέσεως δεν είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 20 § 1 του Συντάγµατος και 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης για τα Δικαιώµατα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κατοχυρώνουν το δικαίωµα πρόσβασης στα δικαστήρια, αφού οι διατάξεις αυτές δεν διασφαλίζουν και το δικαίωµα ασκήσεως ενδίκων µέσων κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί, εφόσον το ένδικο µέσο δεν είχε ασκηθεί νοµότυπα πριν από την απαγόρευση, σύµφωνα µε τις ισχύουσες κατά τον χρόνο της ασκήσεώς του διατάξεις (ΑΕΔ 48/1982, ΟλΑΠ 8/2003, ΟλΑΠ 27 – 28/2002).

Εν προκειµένω, µε την κρινόµενη αίτηση, κατά το µέρος που η συζήτηση αυτής είναι παραδεκτή και ασκείται εγκύρως από τους λοιπούς, εκτός των προαναφερόµενων αναιρεσειόντων, ζητείται από τους τελευταίους να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 3291/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε, σε πρώτο και τελευταίο βαθµό, µε βάση τις διατάξεις του άρθρου 2 § 3 του ν. 2702/1999, εκτός των άλλων, και επί της από 28.08.2007 ανακοπής των εν λόγω αναιρεσειόντων κατά των ήδη αναιρεσιβλήτων και του από 10.07.2007 πίνακα κατατάξεως δανειστών της πρώτης των αναιρεσιβλήτων εταιρίας µε την επωνυµία «Ε.**», ως εκκαθαρίστριας της ανώνυµης εταιρίας µε την επωνυµία «Ξ.** Α.Ε. – Ι.** ΚΑΒΑΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ», που είχε τεθεί υπό την ειδική εκκαθάριση του άρθρου 46 του ν. 1892/1990 µε την υπ’ αριθ. …/2005 απόφαση του Εφετείου Θράκης.

Σύµφωνα µε την προηγηθείσα µείζονα σκέψη, η προσβαλλόµενη αυτή απόφαση δεν υπόκειται στο ένδικο µέσο της αναιρέσεως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της από 06.06. 2011 αίτησης για αναίρεση της υπ’ αριθ. 3291/ 2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών ως προς τους αναιρεσείοντες µε αριθµούς 2, 3, 9, 14, 18, 24, 45, 53, 57, 58, 66, 69, 75, 93, 109, 110, 112, 124, 137, 138, 139, 140, 141 και 158, όπως τα ονόµατα αυτών αναφέρονται µε την σειρά αυτή στο προεισαγωγικό της παρούσης, να απορριφθεί η ίδια αναίρεση ως άκυρη ως προς τους µε αριθµούς 12, 55 και 97 αναιρεσείοντες, ήτοι τους Μ.Ι.Γ.**, Α.Κ.** του Α.** και Ι.Π.** του Α.**, αντιστοίχως, και να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες, όπως τα ονόµατα αυτών αναφέρονται στο προεισαγωγικό της παρούσης.

Πρέπει, επίσης, να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες για τους οποίους απορρίπτεται η αναίρεση στα δικαστικά έξοδα των παρισταµένων αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ και ως προς το Ελληνικό Δηµόσιο και 22 του ν. 3693/1957), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Για τους λόγους αυτούς Κηρύσσει απαράδεκτη την από 06.06.2011 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθ. …/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, ως προς τους αναιρεσείοντες µε αριθµούς 2, 3, 9, 14, 18, 24, 45, 53, 57, 58, 66, 69, 75, 93, 109, 110, 112, 124, 137, 138, 139, 140, 141 και 158, όπως τα ονόµατα αυτών αναφέρονται µε την σειρά αυτή στο προεισαγωγικό της παρούσης αποφάσεως.

Απορρίπτει την ίδια από 06.06.2011 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθ. …/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες, όπως επίσης τα ονόµατα αυτών αναφέρονται στο προεισαγωγικό της παρούσης αποφάσεως.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες ως προς τους οποίους απορρίπτεται η αναίρεση στα δικαστικά έξοδα των δεύτερης, έβδοµου, και ένατης των αναιρεσιβλήτων (που κατέθεσαν προτάσεις), τα οποία ορίζει για κάθε χωριστή παράσταση στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ, της όγδοης (που δεν κατέθεσε προτάσεις), στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ και των τρίτης, τέταρτης, πέµπτης και έκτου, που όλες εκπροσωπούνται από το Ελληνικό Δηµόσιο, στο ενιαίο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ. 

ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η φύση της ιδιότητας του ειδικού εκκαθαριστή του άρθρου 46α ν. 1892/90 – Μεταβίβασή της σε περίπτωση συγχώνευσης τραπεζικών ιδρυµάτων

Με τις διατάξεις των άρθρων 46, 46α και 46β του ν. 1892/ 1990, όπως ισχύουν, τίθεται το νοµοθετικό πλέγµα που αφορά την ειδική εκκαθάριση της επιχείρησης, ως τρόπο εξυγίανσης αυτής.

Η εκκαθάριση του άρθρου 46 αποτελεί µια µορφή εκκαθάρισης ισοδύναµη προς την πτώχευση, µε σκοπό την ικανοποίηση των δανειστών µέσω της δια πλειστηριασµού εκποίησης της περιουσίας της επιχείρησης µε τη διαδικασία των άρθρων 9 και 10 του ν. 1386/1983, που είναι κατά βάση η ειδική εκκαθάριση των άρθρων 18 επ. του ν. 3562/ 1956 (βλ. ΝΣΚ 530/2006, ΝΣΚ 477/2006, Λ. Κοτσίρης – Ρ. Χατζηνικολάου , Το δίκαιο εξυγίανσης και εκκαθάρισης των προβληµατικών επιχειρήσεων 2006, σ. 123 επ.). Το άρθρο 46α αναφέρεται στην ειδική εκκαθάριση των προβληµατικών επιχειρήσεων, µε σκοπό την πώληση µε δηµόσιο πλειοδοτικό διαγωνισµό του ενεργητικού της επιχείρησης ως συνόλου, απαλλαγµένης χρεών (46α § 2) και µόνο αν αποτύχει η προσπάθεια αυτή, ο εκκαθαριστής προχωρά στην τµηµατική πώληση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, που οδηγεί στη διάλυσή της (46α § 11).

Από τις ανωτέρω διατάξεις και ειδικότερα από το άρθρο 9 § 3 του ν. 1386/1983, στο οποίο παραπέµπουν το άρθρο 46 § 1 και το άρθρο 46α § 12 του ν. 1892/1990, προκύπτει ότι µε τη δηµοσίευση της απόφασης του Εφετείου µε την οποία ορίζεται ο εκκαθαριστής παύει αυτόµατα (χωρίς δηλαδή κοινοποίηση της απόφασης προς την επιχείρηση) η εξουσία των οργάνων διοίκησης της εταιρίας, µε περιέλευση της διοίκησης, διαχείρισης και εκπροσώπησής της στον εκκαθαριστή. Η επιχείρηση, όµως, που τίθεται στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 46α §§ 1 και 2 του ν. 1892/1990, εξακολουθεί να υφίσταται και µετά τη σχετική απόφαση του Εφετείου. Εάν δε ο φορέας της επιχείρησης είναι εταιρεία, εξακολουθεί να υφίσταται και η νοµική προσωπικότητα της εταιρείας, όπως εξακολουθούν να υφίστανται και τα όργανα της εταιρείας (βλ. ΝΣΚ 477/2006, ΝΣΚ 61/1996, Ολ. πλειοψηφία, ΣτΕ 4104/ 2005, ΣτΕ 1042/ 2004, ΕφΘ 3120/ 1999, ΔΕΕ 2000. 629, Π. Μάζη , Η ειδική εκκαθάριση των προβληµατικών επιχειρήσεων 2005, σ.138). Υποστηρίζεται ότι ο εκκαθαριστής κατά τη διάρκεια της ειδικής εκκαθάρισης, ασκεί τη διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της επιχείρησης, όχι ως εταιρικό όργανο αλλά ως δηµόσιος λειτουργός (βλ. ΑΠ 1504/ 2002, ΔΕΕ 2003/ 178, ΕΕµπΔ 2002. 882, ΝΣΚ 530/2006, οµοίως και οι Λ.Κοτσίρης – Ρ. Χατζηνικολάου , Το δίκαιο εξυγίανσης και εκκαθάρισης των προβληµατικών επιχειρήσεων 2006, σ. 134, Λ. Κοτσίρης , Γνωµοδότηση ΔΕΕ 1995. 1029), διορισµένος από το Εφετείο για να επιτελέσει συγκεκριµένο σκοπό που εξυπηρετεί το δηµόσιο συµφέρον, δηλαδή την εξυγίανση της επιχείρησης µε την πώληση του ενεργητικού ως συνόλου και την ικανοποίηση των πιστωτών µε τη διανοµή του προϊόντος της εκποίησης (βλ. ΑΠ 1504/2002, ΝΣΚ 530/2006, ως ανωτέρω). Την άποψη ότι ο διοριζόµενος από το δικαστήριο ειδικός εκκαθαριστής (άρθρο 9 § 3 ν. 1386/1983) επιτελεί λειτούργηµα, όπως και ο σύνδικος στην πτώχευση, υποστηρίζει και ο Π. Μάζης , Η ειδική εκκαθάριση των προβληµατικών επιχειρήσεων 2005, σ. 133- 134.

Υποστηρίζεται επίσης (ΝΣΚ 530/2006) ότι κατ’ εξαίρεση του ανωτέρω κανόνα, στις περιπτώσεις που ο εκκαθαριστής συνεχίζει ο ίδιος την λειτουργία της επιχείρησης και µετά τη δηµοσίευση της δικαστικής απόφασης, ενεργεί όχι µόνο ως δηµόσιος λειτουργός αλλά και ως εταιρικό όργανο, διότι η δράση του εκτείνεται σε ουσιαστική διαχείριση της περιουσίας της εταιρείας, από την οποία δηµιουργούνται δικαιώµατα και υποχρεώσεις έναντι τρίτων.

Η σχολιαζόµενη απόφαση δέχεται ότι, σε περίπτωση συγχώνευσης ανωνύµων εταιρειών, στην επερχόµενη κατά το άρθρο 75 § 1 εδάφιο α΄ του κ.ν. 2190/1920 οιονεί καθολική διαδοχή, δεν περιλαµβάνεται η ιδιότητα του εκκαθαριστή του άρθρου 46α του ν. 1892/90, ακριβώς για τον λόγο ότι αυτός ασκεί δηµόσιο λειτούργηµα, σύµφωνα µε τα προεκτεθέντα, αυτή του δε η ιδιότητα δεν περιλαµβάνεται στα δικαιώµατα, τις υποχρέωσεις και τις έννοµες σχέσεις που µεταβιβάζονται µε καθολική διαδοχή στην απορροφώσα εταιρεία.

Σύµφωνα µε την κρατούσα άποψη στη θεωρία και τη νοµολογία η συγχώνευση είτε µε απορρόφηση, είτε µε σύσταση νέας εταιρείας οδηγεί σε λύση των απορροφουµένων ή συγχωνευοµένων εταιρειών και εποµένως σε περάτωση της νοµικής προσωπικότητάς τους. Οι απορροφούµενες ή συγχωνευόµενες εταιρείες λύνονται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση και µεταβιβάζουν το σύνολο της περιουσίας τους (ενεργητικό και παθητικό) στην απορροφώσα ή την νέα εταιρεία που συνιστάται, από δε την νόµιµη καταχώρηση της εγκριτικής απόφασης της Διοίκησης, αυτοδίκαια και ταυτόχρονα, χωρίς καµιά άλλη διατύπωση, η απορροφώσα ή η νέα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις των εταιριών που λύονται και η µεταβίβαση αυτή εξοµοιώνεται µε καθολική διαδοχή, τόσο για τις συγχωνευόµενες εταιρείες όσο και έναντι τρίτων. Η υπεισέλευση αυτή αποτελεί έννοµο αποτέλεσµα της προβλεπόµενης και ρυθµιζόµενης από το άρθρο 75 § 1 του κ.ν. 2910/1920, συγχώνευσης των ανώνυµων εταιριών, δυνάµει των διατάξεων του οποίου επέρχεται οιονεί καθολική διαδοχή, ήτοι εκ του νόµου και όχι συµβατικά (περί της νοµικής φύσης της συγχώνευσης βλ. σηµείωµα Χρήστου Χρυσ άνθη σε ΟλΑΠ 12/1999 σε ΔΕΕ 606 µε τις εκεί παραποµπές.)

Η υιοθέτηση της παραπάνω άποψης δεν καλύπτει την µεταβίβαση των διοικητικών αδειών που έχουν χορηγηθεί στον φορέα που συγχωνεύεται και γενικότερα δεν εξασφαλίζει την επιβίωση των σχέσεων Δηµοσίου Δικαίου, οι οποίες συχνά διαµορφώνονται ως έντονα προσωποπαγείς (βλ. σηµείωµα Χρήστου Χρυσάνθη ως ανωτέρω).

Σύµφωνα µε την αντίθετη άποψη, ότι, δηλαδή, το νοµικό πρόσωπο της εταιρείας που απορροφήθηκε δεν εξαφανίζεται αλλά συνεχίζει να υπάρχει στο πρόσωπο της απορροφώσας εταιρείας υπό νέο οργανωτικό και διοικητικό φορέα, (βλ. Λ. Γεωργακόπουλο σε εγχειρίδιο Εµπορικού Δικαίου, Εταιρείες 1996. 637, Κ.Γ. Π α µ πούκη , Δίκαιο Ανωνύµων Εταιρειών 1991 σ. 185 επ., Τύχη της µίσθωσης στη συγχώνευση της µισθώτριας εταιρίας, Eπισκ EµπΔικ 1996. 81 επ., Αλ. Κιάντου – Π α µ πούκη , Συγχώνευση Εµπορικών Εταιρειών 1961 σ. 72 § 18,47), δεν χωρεί διαδοχή ή υποκατάσταση, αφού πρόκειται για συνέχιση του νοµικού προσώπου. Η άποψη αυτή εξυπηρετεί τη συγχώνευση και τους στόχους της που είναι η συνένωση όλων των περιουσιακών και προσωπικών στοιχείων των συγχωνευοµένων εταιρειών υπό ένα ενιαίο φορέα και η συνέχιση του προσώπου υπό νέο οργανωτικό και διοικητικό σχήµα. Στην περίπτωση αυτή διασώζονται οι διοικητικές άδειες και τα προνόµια και οι εν γένει δηµοσίου δικαίου σχέσεις.

Ειδικά, για την περίπτωση της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 46α του ν. 1892/1990, θα πρέπει πρώτα να διερευνηθεί αν πράγµατι η ιδιότητα του ειδικού εκκαθαριστή του άρθρου 46α του ν. 1892/1990 περιλαµβάνεται στις προσωποπαγείς δηµοσίου δικαίου σχέσεις.

Ως γνωστόν, δηµοσίου δικαίου σχέσεις δηµιουργούνται από την δράση του Δηµοσίου ή των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου που ασκείται µε το ένδυµα της δηµόσιας εξουσίας. Συνεπώς, για να χαρακτηρισθεί µια έννοµη σχέση ως δηµοσίου δικαίου, το ένα τουλάχιστον από τα µέρη πρέπει είναι δηµόσιο νοµικό πρόσωπο. Στη χώρα µας πάντως, σύµφωνα µε την κρατούσα άποψη, η νοµολογία για την οριοθέτηση της διοικητικής πράξης φαίνεται να υιοθετεί την υποκειµενική θεωρία (Γεωργιάδης Απόστολος , Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Συντετµηµένη έκδοση προς χρήση των φοιτητών, 2007, σ. 31), σύµφωνα µε την οποία στον τοµέα του δηµοσίου δικαίου ανήκουν οι κανόνες δικαίου στους οποίους ένα τουλάχιστον υποκείµενο είναι ή το Κράτος ή οποιοδήποτε άλλο νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου, γεγονός που δεν συµβαίνει εν προκειµένω. Η δε διαδικασία που διέπει τον ορισµό και τις αρµοδιότητες του ειδικού εκκαθαριστή δεν δεσµεύεται από οποιαδήποτε διοικητική διαδικασία θεσπιζόµενη µε κανόνες δηµοσίου δικαίου.

Περαιτέρω, τίθεται σε αµφιβολία εάν ο εκκαθαριστής του άρθρου 46α εντάσσεται στους δηµόσιους λειτουργούς, για τον πρόσθετο λόγο ότι για την εκτέλεση των καθηκόντων του και πάντως πριν από την έναρξη της άσκησης αυτών δεν δίδει όρκο της υπηρεσίας του ενώπιον αρµοδίου δικαστηρίου, δεν εγγράφεται σε µητρώα εκκαθαριστών, ούτε υπάγεται σε οποιαδήποτε πειθαρχική εξουσία. Μόνος δε ο σκοπός της εξυπηρέτησης του δηµόσιου συµφέροντος µέσω της εξυγίανσης της επιχείρησης µε την πώληση του ενεργητικού ως συνόλου και την ικανοποίηση των πιστωτών µε την διανοµή του προϊόντος της εκποίησης, δεν αρκεί για την ένταξη του ανωτέρω στους δηµόσιους λειτουργούς.

Εφόσον, λοιπόν, ως συνέπεια της συγχώνευσης, επέρχεται καθολική διαδοχή µεταξύ των συγχωνευοµένων τραπεζικών ιδρυµάτων και στον βαθµό που η µοναδική προϋπόθεση που θέτει ο ν. 1892/20, ως προς το πρόσωπο του εκκαθαριστή, είναι η ιδιότητα της Τράπεζας ή θυγατρικής της επιχείρησης εν γένει, χωρίς άλλα χαρακτηριστικά, συµπεραίνεται ότι καθίσταται δυνατή η µεταβίβαση (µε καθολική διαδοχή) της ιδιότητας του εκκαθαριστή του άρθρου 46α του ν. 1892/1990 από την απορροφούµενη τράπεζα στην απορροφώσα τράπεζα ή στην δηµιουργούµενη από τη συγχώνευση νέα τράπεζα, χωρίς ανάγκη προσφυγής στο αρµόδιο δικαστήριο για τον εκ νέου διορισµό εκκαθαριστή.

Αλλά και υπό την εκδοχή ότι πρόκειται για δηµοσίου δικαίου σχέση και πάλι αυτή µεταβιβάζεται στην απορροφώσα τράπεζα, στο βαθµό που κατά τη συγχώνευση πιστωτικών ιδρυµάτων, επιβιώνει, εµµέσως, η νοµική προσωπικότητα των συγχωνευοµένων, δυνάµει των διατάξεων των §§ 13 και 14 του άρθρου 16 του ν. 2515/1997, σύµφωνα µε τις οποίες: “… 13. Όπου σε νόµο, διάταγµα ή υπουργική απόφαση αναφέρεται κάποιο από τα συγχωνευόµενα πιστωτικά ιδρύµατα, νοείται ότι αναφέρεται κατά περίπτωση το απορροφόν ή το νέο πιστωτικό ίδρυµα που συνίσταται µε τη συγχώνευση. 14. Κάθε διάταξη νόµου, διατάγµατος ή υπουργικής απόφασης υπέρ κάποιου από τα συγχωνευόµενα πιστωτικά ιδρύµατα θεωρείται ότι ισχύει, κατά περίπτωση, υπέρ του απορροφώντος ή του νέου. ..”. Τούτο διότι, οι διατάξεις αυτές υιοθετούν, εµµέσως, την συνέχιση της νοµικής προσωπικότητας των συγχωνευοµένων τραπεζικών ανωνύµων εταιρειών, µε σκοπό να εξασφαλισθεί η επιβίωση των διοικητικών αδειών ή προνοµίων που έχουν χορηγηθεί στα συγχωνευό µενα πιστωτικά ιδρύµατα (βλ. σηµείωµα Χρήστου Χρυσάνθη σε ΟλΑΠ 12/ 1999, ως αν.).

Κατόπιν των ανωτέρω, οποιαδήποτε από τις ως άνω θεωρίες και αν υιοθετηθεί, είτε δηλαδή η θεωρία της συνέχισης της νο µικής προσωπικότητας του συγχωνευοµένου νοµικού προσώπου υπό άλλο νοµικό µανδύα, είτε η θεωρία της καθολικής διαδοχής (εφόσον δεχθούµε ότι ο ειδικός εκκαθαριστής δεν τυγχάνει δηµόσιος λειτουργός), είτε τέλος η συνέχιση της νοµικής προσωπικότητας των συγχωνευοµένων πιστωτικών ιδρυµάτων που βασίζεται στις ειδικές διατάξεις των §§ 13 και 14 του άρθρου 16 του ν. 2515/ 1997, οδηγούµεθα στο συµπέρασµα ότι η ιδιότητα του ειδικού εκκαθαριστή του άρθρου 46α του ν. 1892/1990 περιλαµβάνεται στις έννοµες σχέσεις που µεταβιβάζονται, στην περίπτωση της συγχώνευσης τραπεζικών ιδρυµάτων.

Ιωάννα Καραχάλιου

Δικηγόρος – Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια