Σχόλιο στην ΕφΛαμ 32/2015 Ειδική Eκκαθάριση – Ευθύνη Εγγυητή. ΝοΒ τόμος 63 σελ.1503

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Εφετείο Λαµίας (Τριµελές) Αριθ. 32/2015
Δικαστής: Α. Πάνταινα, Πρόεδρος Εφετών
Εισηγήτρια: Μ. Λιανού, Εφέτης
Δικηγόροι: Γ. Μίτζας, Ε. Παπαευθυµίου

Αλληλόχρεος λογαριασμός αόριστης διάρκειας.

Αναγνώριση καταλοίπου οριστικά κλεισθέντος λογαριασμού. Εγγύηση καταλοίπου. Αύξηση του ποσού της πίστωσης µε αυξητική πράξη που δεν υπέγραψε ο εγγυητής. Ο εγγυητής ευθύνεται για το
κατάλοιπο του λογαριασμού, παρά το ότι σ ’αυτήν εισήλθαν και µη ασφαλιζόµενες µε την εγγύηση απαιτήσεις. Εξαίρεση υπάρχει στην περίπτωση που η Τράπεζα τήρησε, κατά τη συμφωνία των µερών, χωριστό λογαριασμό για τις εγγυημένες και χωριστό για τις µη εγγυημένες απαιτήσεις (Άρθρα 847, 848, 851, 899 ΑΚ, 47 του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 και 112 ΕισΝΑΚ).

Υπαγωγή πιστούχου στην Ειδική Εκκαθάριση άρθρου 46, 46α ν.1892/1992.

Η απαγόρευση αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της επιχείρησης αμέσως μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου που ορίζει τον εκκαθαριστή δεν εμποδίζει τους δανειστές να
στραφούν κατά της περιουσίας τρίτων προσώπων που, ενδεχομένως, ευθύνονται παράλληλα προς την επιχείρηση για τις οικονομικές υποχρεώσεις (Άρθρα 46, 46α, ν. 1892/1992, 9 § 3 του ν. 1386/1983).

Ειδική εκκαθάριση άρθρου 106ια ΠτΚ.

Δεν τίθεται περιορισµός στην ευθύνη των εγγυητών, εκτός από την διάταξη της § 2 του άρθρου 103 ΠτΚ η οποία προβλέπει την επέκταση της αναστολής του άρθρου της § 1 του άρθρου 103 ΠτΚ και σε εγγυητές και λοιπούς συνοφειλέτες, εφόσον συντρέχει σπουδαίος επιχειρηµατικός και κοινωνικός λόγος (Άρθρα 103 και 106ια ΠτΚ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 847, 848, 851 ΑΚ, 47 του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύµων εταιρειών» και 112 ΕισΝΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση παροχής εγγύησης για την εξασφάλιση απαιτήσεων από σύµβαση παροχής τραπεζικής πίστωσης µε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασµό και αύξησης, ακολούθως του ποσού της πίστωσης µε νέα σύµβαση που δεν καλύπτεται από την εγγύηση, ο εγγυητής ευθύνεται για το κατάλοιπο του νοµίµως κλεισθέντος λογαριασµού, παρά το ότι σ’ αυτήν εισήλθαν και µη ασφαλιζόµενες µε την εγγύηση του απαιτήσεις και είναι πιθανό, µε τις καταβολές του πρωτοφειλέτη κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασµού να έχουν υπερκαλυφθεί οι ασφαλιζόµενες απαιτήσεις.

Τούτο δε διότι ούτε η είσοδος στο λογαριασµό µη ασφαλιζοµένων µε την εγγύηση απαιτήσεων ούτε η τυχόν κατά τη λειτουργία του ισοσκέλιση του λογαριασµού επηρεάζουν την ευθύνη του εγγυητή για το κατάλοιπο, εκτός αν η Τράπεζα τήρησε, κατά τη συµφωνία των µερών, χωριστό λογαριασµό για τις εγγυηµένες απαιτήσεις και χωριστό για τις µη εγγυηµένες, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται µόνο για το κατάλοιπο του λογαριασµού, στον οποίο έχουν εισαχθεί οι καλυπτόµενες µε την εγγύηση του απαιτήσεις (ΑΠ 1790/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1458/2006 ΕλΔνη 2009. 1745, ΑΠ 266/2001 ΧρΙδΔ 2001. 421, ΑΠ 173/2001 ΕλλΔνη 2002. 407, ΕφΑθ 2237/2009 ΕλλΔνη 2009. 1437, ΕφΑθ 4784/2007 ΔΕΕ 2008. 206, ΕφΑθ 2949/2005 Δ 2005.968).

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη µε την υπό κρίση αγωγή της, κατ’ ορθή εκτίµηση του δικογράφου της, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Λαµίας κατά του εκκαλούντος, ισχυρίσθηκε ότι µεταξύ της ίδιας ως πιστοδότριας και της ανώνυµης εταιρίας µε την επωνυµία «Α.**» και το διακριτικό τίτλο «Α.** ΑΒΕΕ» (µη διαδίκου) ως πιστούχου, καταρτίσθηκε εγγράφως η µε αριθµό …/3.7.2001 σύµβαση παροχής πίστωσης µε ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασµό και η ταυτάριθµη πρόσθετη πράξη, βάσει των οποίων συµφωνήθηκε η χορήγηση πίστωσης µέχρι του ποσού των 4.402.054,29 ευρώ, µε το εκεί συµφωνηµένο τραπεζικό επιτόκιο χορηγήσεων και προµήθεια.

Ότι την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της πιστούχου από την ως άνω σύµβαση, εγγυήθηκε, ευθυνόµενος εις ολόκληρον για την οφειλή της, µέχρι του ποσού των 5.000.000 ευρώ και ο εναγόµενος, παραιτούµενος από την ένσταση διζήσεως και των δικαιωµάτων των άρθρων 853, 858, 863, 866, 867 και 868 ΑΚ, υπογράφοντας την αυξητική πράξη µε αριθµό ../…/20.5.2003.

Ότι το όριο της επίδικης σύµβασης αυξήθηκε στο ποσό των 7.000.000 ευρώ δυνάµει της αυξητικής πράξης µε αριθµό …/…/19.9.2003, στην οποία δεν συµβλήθηκε ο εναγόµενος.

Ότι η ως άνω πίστωση κινήθηκε στα πλαίσια του ενήµερου λογαριασµού µε αριθµό **.

Ότι στις 3.8.2004 η ίδια έκλεισε, κατά συµβατικό δικαίωµα της, τον παραπάνω λογαριασµό που τηρήθηκε στα πλαίσια της πίστωσης και κινήθηκε µέχρι τότε από την έναρξη της λειτουργίας της σύµβασης, µε νόµιµα κοινοποιηθείσα καταγγελία της.

Ότι κατά το οριστικό κλείσιµο της σύµβασης ο λογαριασµός αυτός εµφάνισε χρεωστικό κατάλοιπο σε βάρος της πιστούχου, ανερχόµενο στο ύψος των 2.814.369,82 ευρώ.

Ότι έκτοτε (3.8.2004) µετέφερε το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασµού, που κατά τα ανωτέρω κινήθηκε στα πλαίσια της σύµβασης, στο µε αριθµό ** λογαριασµό οριστικής καθυστέρησης, καθώς και στο λογαριασµό δικαστικών εξόδων µε αριθµό **, οι οποίοι µετά τις γενόµενες χρεοπιστώσεις (µε τόκους και καταβολές), που έλαβαν χώρα από τις 3.8.2004 και εφεξής, παρουσίαζαν στις 30.3.2005 συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 2.809,544,70 ευρώ, το οποίο εξακολουθεί η πρωτοφειλέτης εταιρία να της οφείλει.

Ότι ο εναγόµενος ευθύνεται για την πληρωµή του ως άνω χρεωστικού καταλοίπου και µέχρι του ποσού για το οποίο εκείνος είχε εγγυηθεί (5.000.000 ευρώ), δηλαδή ευθύνεται για την πληρωµή του ως άνω ποσού, το οποίο εξακολουθεί, παρά τις οχλήσεις της, να οφείλει.

Ότι η κύρια απαίτηση της ενάγουσας στηρίζεται στο αναγνωρισθέν κατάλοιπο του οριστικά κλεισθέντος επίδικου αλληλόχρεου λογαριασµού, που κινήθηκε στα πλαίσια της επίδικης σύµβασης πίστωσης, παρατιθέµενων όλων των κονδυλίων χρεοπιστώσεων του λογαριασµού, µετά την επικαλούµενη τελευταία αναγνώριση του προσωρινού καταλοίπου του από την πρωτοφειλέτιδα εταιρία στις 30.6.2004, από τα οποία προκύπτει το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασµού και το συνολικό κατάλοιπο όλων των λογαριασµών, που αποτελούν την επίδικη οφειλή.

Ζήτησε δε, να υποχρεωθεί ο εναγόµενος να καταβάλει αφενός µεν το ποσό των 2.809.544,70 ευρώ, µε τον νόµιµο τόκο, ανατοκιζόµενο ανά εξάµηνο, από 31.3.2005 και µέχρι την πλήρη εξόφληση, αφετέρου δε το ποσό των 4.786,76 ευρώ, που αφορά δικαστικά έξοδα της συµβάσεως, µε τον νόµιµο τόκο από 31.3.2005 και µέχρι την πλήρη εξόφληση και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα σε βάρος του εναγόµενου.

Το πρωτοβάθµιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιµωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιµη.

Κατά της αποφάσεως αυτής (υπ’ αριθ. 22/2014), παραπονείται µε την κρινόµενη έφεση του ο εναγόµενος για εσφαλµένη εφαρµογή του νόµου και κακή εκτίµηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουµένη και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Πρέπει, λοιπόν, να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της έφεσης.

Με τον έκτο λόγο της εφέσεως του ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η πιστούχος εταιρία, δυνάµει της απόφασης µε αριθµό 655/2005 του Εφετείου Πειραιώς, υπήχθη στη διάταξη του άρθρου 46 του ν. 1892/1990 και ετέθη σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, εποµένως η ενάγουσα µπορεί πλέον να ικανοποιηθεί για τις απαιτήσεις της, που απορρέουν από την επίδικη σύµβαση πίστωσης µε ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασµό µόνο από το προϊόν της εκκαθάρισης και δεν επιτρέπεται να στραφεί εναντίον του εγγυητή για όσο διάστηµα η διαδικασία της εκκαθάρισης βρίσκεται σε εκκρεµότητα, ζητώντας συγχρόνως να ανασταλεί η έκδοση αποφάσεως κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ µέχρις αποπερατώσεως της διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρισης της πιστούχου.

Ο ισχυρισµός αυτός είναι µη νόµιµος, καθόσον µπορεί να ισχύει η απαγόρευση της αναγκαστικής εκτέλεσης από την επόµενη ηµέρα της υποβολής» της αίτησης για την υπαγωγή της επιχείρησης στις διατάξεις των άρθρων 46 και 46α ν. 1892/1990 περί θέσης της σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, αλλά η εν λόγω απαγόρευση δεν εµποδίζει τους δανειστές να στραφούν κατά της περιουσίας τρίτων προσώπων που, ενδεχοµένως, ευθύνονται παράλληλα προς την επιχείρηση για τις οικονοµικές της υποχρεώσεις (ΟλΑΠ 16/1994 ΕλλΔνη 35. 1261, ΕφΑθ 2185/2007 ΔΕΕ 2008. 726).

Ο δανειστής
δηλαδή δεν εµποδίζεται να στραφεί κατά του εγγυητή και να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησης του, γιατί η αναστολή των µέτρων της αναγκαστικής εκτέλεσης, αποτελεί προσωποπαγές προνόµιο της επιχείρησης και δεν**, εµποδίζει το δανειστή να στραφεί κατά του εγγυητή (ΕφΑΘ 2185/2007 ό.π.). Άλλωστε, υπό τη νέα ρύθµιση της ειδικής εκκαθάρισης κατ’ άρθρο 106ια του Πτωχευτικού Κώδικα, ο οποίος κατάργησε την ειδική εκκαθάριση που προβλέπονταν στα άρθρα 46α-46β του ν. 1892/1990, µε την οποία επιδιώκεται η µε διενέργεια δηµόσιου πλειοδοτικού διαγωνισµού πώληση του συνόλου του ενεργητικού ή επιµέρους λειτουργικών συνόλων µιας οριοθετηµένου ελαχίστου µεγέθους επιχείρησης, καίτοι εισήχθησαν ασφαλιστικές δικλίδες για να αποφευχθεί η παρέλκυση της πτώχευσης που συχνά επιδιώκονταν µε την προσφυγή στη διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης (βεβαίωση ύπαρξης αξιόχρεου επενδυτή και κεφαλαίων για τη διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης), περιορίζοντας παράλληλα την αναστολή των ατοµικών διώξεων µόνο µε την έκδοση δικαστικής απόφασης και όχι από την υποβολή της αίτησης, κανένας περιορισµός δεν τέθηκε για την ευθύνη των εγγυητών, παρά µόνο µε τη διάταξη της § 2 του ίδιου άρθρου (106ια) προβλέφθηκε η δυνατότητα λήψης προληπτικών µέτρων του άρθρου 103 του Πτωχευτικού Κώδικα υπέρ του οφειλέτη (ΕφΘ 312/2012 ΕλλΔνη 2012. 1379), κατά τη δεύτερη διάταξη της οποίας: «Εφόσον συντρέχει σπουδαίος επιχειρηµατικός ή κοινωνικός λόγος, η αναστολή µπορεί να επεκτείνεται και σε εγγυητές ή λοιπούς συνοφειλέτες του οφειλέτη».

Τα αυτά έκρινε και η εκκαλουµένη απόφαση, εποµένως ουδόλως έσφαλε και ο σχετικός λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί. (…).

Για τους λόγους αυτούς Δικάζει αντιµωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση από τυπική άποψη, αλλά την απορρίπτει ως ουσιαστικά αβάσιµη.

ΣΧΟΛΙΟ

Η Ευθύνη των Εγγυητών στην Ειδική Εκκαθάριση του άρθρου 46α ν 1892/90 και του άρθρου 106ια του Πτ.Κ.

Η σχολιαζόµενη απόφαση θίγει ένα από τα θέµατα που έχουν επί µακρόν απασχολήσει τη θεωρία και τη νοµολογία, δηλαδή, αυτό της ευθύνης του εγγυητή της εταιρείας που τέθηκε σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 46α του ν. 1892/90.

Eιδικότερα, όπως είναι γνωστό, έχουν υποστηριχθεί οι εξής απόψεις:
α. Η άποψη ότι, µε την θέση της εταιρείας σε ειδική εκκαθάριση και το πέρας αυτής που επέρχεται µε την εκποίηση του ενεργητικού και την διανοµή του πλειστηριάσµατος, οι πιστωτές ικανοποιούνται αποκλειστικά από το προϊόν αυτό και δεν µπορούν να στραφούν κατά του οφειλέτη και των τυχόν εγγυητών για την ικανοποίησή τους για το τµήµα της απαίτησής τους που δεν καλύφθηκε µε τον ανωτέρω τρόπο.

Η ανωτέρω άποψη βασίζεται στο επιχείρηµα ότι αφενός έτσι επιτυγχάνεται ο σκοπός της ειδικής εκκαθάρισης που είναι εξυγιαντικός (µε την διατήρηση αυτούσιας της παραγωγικής µονάδας και ρευστοποίησή της ως συνόλου ώστε να διατηρηθεί η επιχείρηση στον παραγωγικό ιστό της χώρας και από το προϊόν της ρευστοποίησης να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των πιστωτών) και αφετέρου διότι οι πιστωτές µετέχουν και οι ίδιοι στη διαδικασία επιλογής πλειοδότη και µάλιστα µε ρόλο καθοριστικό. (Βλ. Λ. Κοτσ ίρης , Ράνια Χατζηνικολάου – Αγγελίδου , Δίκαιο Εξυγίανσης και εκκαθάρισης προβληµατικών επιχειρήσεων σ. 221 επ, Κ. Π α µ πούκη , Εξυγίανση της επιχείρησης και της οικονοµίας ιδίως µε την ειδική εκκαθάριση του άρθρου 46 α ν 1892/1990 Γνµδ. Δελτ. Συνδ. ΑΕ και ΕΠΕ 1993 σ. 487-488, ΕφΑθ 8297/03 ΕΕΔ 2004/394, ΜονΠρΑθ 3253/2007 σε ΔΙΚΗ 6/2007 (µε παρατηρήσεις Δ.Σκαρίπα) και Γνωµοδότηση – Μελέτη των Καλλιόπη Θ. Μακρίδου και Γεωργίου Ν. Διαµαντόπουλου, Ανακοπή εκτελέσως από εγγυητή συµβάσεως, η οποία περιέχει καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών, κατά το χρόνο που εκκρεµεί αίτηση για υπαγωγή της πρωτοφειλέτριας ΑΕ σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, ΔΕΕ 7/2006, σελ. 701 επ.).

β) Η άποψη ότι η ευθύνη των εγγυητών παραµένει πλήρης, αφού δεν υφίσταται στον νόµο ειδική διάταξη που να προβλέπει τέτοια απαλλαγή για ένα τόσο σοβαρό θέµα, η δε επιβαλλόµενη µε το άρθρο 46 § 4 ν 1892/1990 αναστολή κάθε µέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης και ασφαλιστικών µέτρων είναι υποκειµενική, αναφέρεται δηλ. αποκλειστικά και µόνο στην περιουσία της υπαγοµένης στην εκκαθάριση επιχείρησης, µη επεκτεινόµενη και σε εκείνη των υπέρ αυτής εγγυηθέντων (Π. Μάζης , Η ειδική εκκαθάριση των προβληµατικών επιχειρήσεων β΄ έκδοση σ. 153 επ., ο ίδιος , ΕΕΔ ΝΕ΄404 επ. σε παρατηρήσεις στην ΕφΑθ 8297/03).

Οι υποστηρικτές της θεωρίας αυτής επικαλούνται επίσης το επιχείρηµα ότι, µε δεδοµένη την µη απαλλαγή των εγγυητών στη συµφωνία εξυγίανσης του άρθρου 44 του ν. 1892/90, οι οφειλέτριες εταιρείες θα έχαναν το ενδιαφέρον τους να συνάψουν συµφωνία ρύθµισης, επιλέγοντας την ειδική εκκαθάριση (Βλ. Π. Μάζης , Η ειδική εκκαθάριση των προβληµατικών επιχειρήσεων β΄ έκδοση σ. 156-157 µε τις εκεί παραποµπές).

Εξάλλου κατά το προϊσχύσαν του άρθρου 46α ν. 1892/ 90 καθεστώς, µε ρητή πρόβλεψη του νόµου (άρθρο 27 ν. 3562/56) τα δικαιώµατα ενεχύρου, υποθήκης καθώς και οι εγγυήσεις υπέρ των πιστωτών δεν θίγονται.

Πέραν των ανωτέρω, διχογνωµία υπήρξε, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, εάν η αναστολή των διώξεων της παρ. 4 του άρθρου 44 του ν 1892/90 καταλαµβάνει, εκτός από την επιχείρηση και τους εγγυητές (Π. Μάζης , Η ειδική εκκαθάριση των προβληµατικών επιχειρήσεων β΄ έκδοση σ. 153 επ. Γεωργακόπουλος , Εγχειρίδιο Εµπορικού δικαίου σ. 290, ΕφΑθ 2185/2007 ΝΟΜΟΣ).

Η νοµολογία έχει συνταχθεί µε την άποψη ότι ηv αναστολή καταλαµβάνει µόνο την επιχείρηση και όχι τους εγγυητές οι οποίοι εξακολουθούν να ευθύνονται και οι πιστωτές έχουν το δικαίωµα να στραφούν κατ´ αυτών για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους (ΕφΑθ 1141/2000, 2185/2007 σε ΝΟΜΟΣ).

Ασφαλώς η θέση αυτή έχει επικριθεί από τους οπαδούς της θεωρίας της απαλλαγής από την ευθύνη, κυρίως γιατί αντιτίθεται στην νοµική φύση της εγγύησης ως παρεπόµενης σύµβασης, η τύχη της οποίας εξαρτάται από την τύχη της κύριας οφειλής (ΜονΠρΑθ 3253/2007 σε ΔΙΚΗ 6/2007 (µε παρατηρήσεις Δ.Σκαρίπα) και Γνωµοδότηση – Μελέτη των Καλλιόπη Θ. Μακρίδου και Γεωργίου Ν. Διαµαντόπουλου, Ανακοπή εκτελέσως από εγγυητή συµβάσεως, η οποία περιέχει καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών, κατά το χρόνο που εκκρεµεί αίτηση για υπαγωγή της πρωτοφειλέτριας ΑΕ σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, ΔΕΕ 7/2006, σελ. 701 επ.).

Στον Πτωχευτικό Κώδικα, το θέµα, ως προς την αναστολή των µέτρων εκτέλεσης κ.λπ. κατά των εγγυητών ρυθµίζεται µε την διάταξη της § 2 του άρθρου 106ια, σύµφωνα µε την οποία, σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης για την υπαγωγή σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης µπορεί να λαµβάνονται από το δικαστήριο τα προληπτικά µέτρα του άρθρου 103, σύµφωνα µε την § 2 του οποίου, εφόσον συντρέχει σπουδαίος επιχειρηµατικός ή κοινωνικός λόγος, η αναστολή µπορεί να επεκτείνεται και σε εγγυητές ή λοιπούς συνοφειλέτες του οφειλέτη.

Τίθεται λοιπόν το ερώτηµα κατά πόσο, µε αφορµή την ανωτέρω διάταξη, µπορεί να υποστηριχθεί υπό το καθεστώς ισχύος του Πτ.Κ ότι η ευθύνη των εγγυητών για το υπερβάλλον ποσό, µετά την καταβολή στους πιστωτές του πλειστηριάσµατος της ειδικής εκκαθάρισης, παύει πλέον να υφίσταται, σύµφωνα και µε όσα ανωτέρω εκτέθηκαν.

Πάντως µε τις πρόσφατες διατάξεις του άρθρου 2 § Γ υποπαρ. Γ.3 περ. 16 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α΄94/14.8. 2015), µε τις οποίες τροποποιήθηκε το άρθρο 106ια του ΠτΚ, προβλέπεται (στην § 6 του ως άνω άρθρου 106ια) ότι η αποδοχή της αίτησης (για τη θέση σε ειδική εκκαθάριση) συνεπάγεται την αυτοδίκαιη αναστολή όλων των ατοµικών διώξεων κατά του οφειλέτη καθ’ όλη τη διάρκεια της ειδικής εκκαθάρισης, συµπεριλαµβανοµένων και των µέτρων διοικητικής εκτέλεσης από το Δηµόσιο και του ΦΚΑ, καθώς και των µέτρων διασφάλισης της οφειλής κατά τις διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 4174/2013.

Αναµένουµε εποµένως µε ενδιαφέρον τη θέση της νοµολογίας επί των ανωτέρω.

ΙΩΑΝΝΑ Δ. ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ
Δικηγόρος- Διαπιστευµένη Διαµεσολαβήτρια