Η εξαίρεση των απαιτήσεων των μικρών πιστωτών από τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών (Ν. 4469/2017)

Εισαγωγικά

Η εξωδικαστική διαδικασία ρύθμισης οφειλών του ν. 4469/2017, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, εισάγει για πρώτη φορά στην ελληνική έννοµη τάξη μία οργανωμένη εξωδικαστική διαδικασία για τη συνολική και μακροπρόθεσμη ρύθμιση των χρεών των ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες, εξαιτίας της οξύτατης και χρονικά μακράς οικονομικής κρίσης, αδυνατούν να εξυπηρετήσουν όλες τις συσσωρευθείσες οφειλές τους προς τον ιδιωτικό και το δηµόσιο τομέα.

Ωστόσο, η ενδιαφερόμενη να υπαχθεί στον μηχανισμό επιχείρηση, δεν θα μπορέσει να ρυθμίσει ένα σημαντικό ποσοστό των υποχρεωσεών της, λόγω της εξαίρεσης από την διαδικασία των μικρών πιστωτών της. Πιό συγκεκριμένα:

Περιεχόμενο ρύθμισης

Στην παράγραφο 6 του άρθρου 2 του Ν. 4469/2017 ορίζεται ότι δεν συµµετέχουν στη διαδικασία και δεν δεσµεύονται από τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, πιστωτές µε απαιτήσεις οι οποίες:

(α) δεν υπερβαίνουν, ατοµικά για κάθε πιστωτή, το ποσό των δύο εκατοµµυρίων (2.000.000) ευρώ και ποσοστό ενάµισι τοις εκατό (1,5%) του συνολικού χρέους του οφειλέτη και

β) δεν υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό των είκοσι εκατοµµυρίων (20.000.000) ευρώ και ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του συνολικού χρέους του οφειλέτη.
Έννοια “Μικρών Πιστωτών”

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, πρόκειται για τους μικρούς πιστωτές μίας επιχείρησης, οι οποίοι μπορεί να είναι πολυάριθμοι, αλλά κατά κανόνα η ρύθμιση των απαιτήσεών τους δεν είναι κρίσιμη για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας της επιχείρησης.

Είναι λοιπόν, κατά την έννοια του νόμου, μικρός πιστωτής όποιος αθροιστικά πληροί τα κάτωθι κριτήρια:

α) έχει απαίτηση που δεν υπερβαίνει σε αξία το ποσό των 2.000.000 ευρώ και

β) η απαίτησή του δεν υπερβαίνει, σε ποσοστό, το 1,5% του συνολικού χρέους του οφειλέτη

Ο νόμος εισάγει ένα ακόμα κριτήριο, που λειτουργεί ως δικλείδα προστασίας, για την επιχείρηση αυτή τη φορά. Δηλαδή, προβλέπει ότι οι απαιτήσεις όλων των μικρών πιστωτών, με την παραπάνω έννοια, δεν πρέπει να υπερβαίνουν αθροιστικά σε αξία το ποσό των 20.000.000 ευρώ και σε ποσοστό το 15% του συνόλου των χρεών της επιχείρησης.

Ειδικότερες περιπτώσεις εφαρμογής παρατίθενται κατωτέρω.

Σκοπός της ρύθμισης

Σκοπός της ρύθμισης, σύμφωνα, πάντα, με την αιτιολογική έκθεση, είναι η προστασία ευάλωτων κατηγοριών πιστωτών οι οποίοι:

α) δεν έχουν καμία διαπραγματευτική ισχύ

β) προστατεύονται από ενδεχόμενη διαγραφή ή οποιαδήποτε άλλη μη ευνοϊκή ρύθμιση των απαιτήσεών τους.

γ) ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα και στο ακέραιο.

Περαιτέρω, η ρύθμιση, κατά την άποψη των συντακτών του νόμου, επιλύει ζητήματα συντονισμού και οργάνωσης της διαδικασίας και εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία της οικονομικής δραστηριότητας.

Κατηγορίες μικρών πιστωτών

Οι μικροί πιστωτές είναι συνήθως απόλυτα εξαρτώμενοι από τα ποσά τα οποία τους οφείλονται ή/και έχουν νευραλγική σημασία για την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης που επιχειρεί να εξυγιανθεί. Αυτοί ενδεικτικά μπορεί να είναι:

  • Εργαζόμενοι της επιχείρησης με απαιτήσεις δεδουλευμένων αποδοχών.
  • Μικροί προμηθευτές υλικών και πρώτων υλών, οι οποίοι συνεχίζουν ή θα συνεχίσουν να προμηθεύουν την επιχείρηση.
  • Εκμισθωτές για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τους από μισθώματα γραφείων, επαγγελματικών χώρων και εγκαταστάσεων της επιχείρησης.
  • Οργανισμοί κοινής Ωφέλειας (ύδρευση, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια κ.λ.π.)

Εφαρμογές

Στην περίπτωση κατά την οποία οι απαιτήσεις που δεν υπερβαίνουν ατοµικά για κάθε πιστωτή το ποσό των 2.000.000 ευρώ και το ποσοστό του 1,5%, υπερβαίνουν αθροιστικά ένα από τα κριτήρια του ποσού των 20.000.000 ευρώ ή του ποσοστού του 15%, οι πιστωτές µε τις µικρότερες απαιτήσεις έως τη συµπλήρωση του ποσοστού του 15% ή του ποσού των 20.000.000 ευρώ δεν μετέχουν στην διαδικασία, ενώ οι υπόλοιποι πιστωτές συµµετέχουν κανονικά στη διαδικασία.

Όμως, αν οι απαιτήσεις των μικρών πιστωτών υπερβαίνουν αθροιστικά είτε το ποσό των 20.000.000, είτε συνολικό ποσοστό 15% του χρέους του οφειλέτη, θα συμμετάσχουν στη ρύθμιση και δεν θα εξαιρεθούν οι πιστωτές με τις μεγαλύτερες κατά σειρά απαιτήσεις μέχρι το ως άνω όριο.

Παραδείγµατα

  1. Επιχείρηση με σύνολο οφειλών 60.000.000 ευρώ.
    Το 15% του συνόλου των χρεών της ανέρχεται σε 9.000.000 ευρώ
    Κάθε πιστωτής της για να χαρακτηρισθεί μικρός θα πρέπει να έχει απαίτηση μέχρι 900.000 ευρώ (60.000.000Χ1,5%).
    Εάν υποτεθεί ότι υπάρχουν:
    – Ενας πιστωτής με απαίτηση 900.000 ευρώ, έκαστος
    – 8 πιστωτές με 500.000 ευρώ έκαστος (8Χ500.000=4.000.000)
    – 5 πιστωτές με 400.000 ευρώ έκαστος (5Χ400.000=2.000.000) και
    – 15 πιστωτές με 200.000 έκαστος, (15Χ200.000=3.000.000)
    τότε, ξεκινώντας από τους μικροτερους πιστωτές, θα εξαιρεθούν από την διαδικασία οι πιστωτές με απαιτήσεις 200.000 ο καθένας, οι απαιτήσεις των οποίων καλύπτουν το ποσό των 3.000.000 ευρώ, θα εξαιρεθούν οι πιστωτές με απαιτήσεις 400.000 ευρώ έκαστος, οι απαιτήσεις των οποίων ανέρχονται σε 2.000.000 ευρώ, θα εξαιρεθούν οι πιστωτές με απαιτήσεις 500.000 ευρώ έκαστος, οι απαιτήσεις των οποίων ανέρχονται σε 4.000.000 ευρώ και λόγω εξάντλησης του ορίου των 9.000.000 ευρώ, ο πιστωτής με απαίτηση 900.000 ευρώ, παρά το γεγονός ότι η απαίτησή του είναι μέχρι 2.0000.000 ευρώ και μέχρι το 1,5% του συνόλου των απαιτήσεων, θα συμμετάσχει στην διαδικασία και δεν θα εξαιρεθεί.
  2. Επιχείρηση με σύνολο οφειλών 1.000.000 ευρώ.
    Το 15% του συνόλου των χρεών της ανέρχεται σε 1.000.000 ευρώ
    Κάθε πιστωτής της για να χαρακτηρισθεί μικρός θα πρέπει να έχει απαίτηση μέχρι 15.000 ευρώ (1.000.000Χ1,5%).
    Εάν υποτεθεί ότι υπάρχουν:
    – 15 πιστωτές µε απαίτηση ο καθένας ποσού 10.000 ευρώ, δηλαδή ποσοστού 1% ο καθένας και συνολικού ποσοστού 15%, και
    – 10 πιστωτές µε απαίτηση ο καθένας 12.000 ευρώ, δηλαδή ποσοστού 1,2% ο καθένας και συνολικού ποσοστού 12%.
    Τότε, στη διαδικασία δεν θα κληθούν να συµµετάσχουν µόνο οι πρώτοι, ενώ οι δεύτεροι, παρά το γεγονός ότι η απαίτηση του καθενός είναι µικρότερη τόσο των 15.000 ευρώ, όσο και του ποσοστού 1,5% επί των συνολικών χρεών του οφειλέτη, συµµετέχουν κανονικά, αφού το αθροιστικό κριτήριο του 15% έχει ήδη καλυφθεί από τους πρώτους.

 

Από την παράθεση των παραπάνω δύο, σχετικά ακραίων, πλην όμως ρεαλιστικών παραδειγμάτων, παρατηρούμε ότι στην πρώτη περίπτωση μένουν εκτός ρύθμισης υποχρεώσεις 900.000 ευρώ ανά πιστωτή και στην δεύτερη υπάγονται στην ρύθμιση πιστωτές με απαιτήσεις 12.000 ευρώ ο καθένας. Αυτή η αντίφαση προβληματίζει σχετικά με την ορθότητα των κριτηρίων που θέτει ο νόμος 4469/2017 για την διάκριση των πιστωτών σε μικρούς και μεγάλους, αφού τα κριτήρια αυτά, εκφραζόμενα σε απόλυτα νούμερα, ανάλογα με το ύψος των χρεών της επιχείρησης, άλλοτε θεωρούν μικρό τον πιστωτή των 2.000 ευρώ και άλλοτε τον πιστωτή των 2.000.000 ευρώ.

Ομως ο πιστωτής που έχει απαίτηση ύψους 2.000.000 ευρώ από ένα και μόνο οφειλέτη, εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί μικρός πιστωτής που χρήζει προστασίας, γιατί η δική του προστασία, στην προκειμένη περίπτωση, εκθέτει τον οφειλέτη, που θα ρυθμίσει τα χρέη του μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, στον κίνδυνο λήψης μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του, εμποδίζοντας την ομαλή δραστηριότητά του, (με κατάσχεση ενδεχομένως μηχανημάτων απαραίτητων για την λειτουργία της επιχείρησης ή άλλων αναγκαίων μέσων και εργαλείων, ή με έξωση από τις εγκαταστάσεις που λειτουργεί, αν πρόκειται για πιστωτή -εκμισθωτή) ακυρώνοντας τα οφέλη από την εξυγιαντική συμφωνία, που τυχόν πέτυχε με τους λοιπούς πιστωτές του.

Το ορθότερο, κατά την γνώμη μας, θα ήταν είτε να χαρακτηρισθούν ως μικροί πιστωτές ορισμένες κατηγορίες πιστωτών, ανεξάρτητα από το ύψος αυτών (όπως μισθωτοί της επιχείρησης, εκμισθωτές, πάροχοι αγαθών κοινής ωφέλειας), είτε κάθε πιστωτής, ανεξαρτήτως ιδιότητας, κάτω από ένα ορισμένο ύψος απαίτησης που θα προσδιορίσει ο νόμος (π.χ κάτω από 50.000 ευρώ).

Τέλος, του νόμου 4469/2017 μη διακρίνοντος στο άρθρο 2 παρ. 6 αυτού, θα θεωρήσουμε ότι, όπου σ΄αυτόν αναφέρεται το ποσοστό 15% του συνόλου των χρεών της επιχείρησης, εννοείται (και είναι δίκαιο) το σύνολο των χρεών της επιχείρησης κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για την υπαγωγή της στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών.

Επίδραση της εξαίρεσης των απαιτήσεων των μικρών πιστωτών στην ρευστότητα της επιχείρησης

Είναι δυνατόν, πράγματι, οι μικροί πιστωτές και οι απαιτήσεις τους να μην επηρεάζουν την βιωσιμότητα της επιχείρησης, εφόσον δεν θα υπερβαίνουν οι απαιτήσεις τους τα προαναφερθέντα όρια.

Το γεγονός όμως ότι οι πιστωτές αυτοί εξαιρούνται της ρύθμισης και έχουν το δικαίωμα να διεκδικήσουν άμεσα την πληρωμή των απαιτήσεων τους, επηρεάζει άμεσα και καταλυτικά την ρευστότητα της επιχείρησης, η οποία, ακόμα και σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας με τους πιστωτές της θα κληθεί να καταβάλλει:

  • τα ποσά των δόσεων της συμφωνίας με τους πιστωτές
  • τα ποσά των ληξιπρόθεσμων οφειλών της, που γεννήθηκαν μετά την 1/1/2017, οι οποίες εξαιρούνται της υπαγωγής στην εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών
  • τα ποσά των τρεχουσών υποχρεώσεων για τις ανάγκες λειτουργίας της
  • τα οφειλόμενα στους μικρούς πιστωτές ποσά, τα οποία μπορεί να ανέρχονται έως το 15% των συνολικών οφειλών της.

Εάν μάλιστα υπολογίσουμε ότι το συνολικό ποσό της οφειλών σε μικρούς πιστωτές μπορεί να ανέρχεται σε 20.000.000 ευρώ, πρόκειται ουσιαστικά για αφαίμαξη της της επιχείρησης από τα διατιθέμενα για την λειτουργία της κεφάλαια κίνησης.

Τα οικονομικά επομένως πλάνα που θα εκπονήσει η επιχείρηση, θα πρέπει να λάβουν υπόψη την χρηματοοικονομική αυτή ανάγκη, η οποία σε συνδυσμό με τα απαιτούμενα για την λειτουργία της κεφάλαια κίνησης, θα απαιτήσει μετά βεβαιότητας την εισροή νέων κεφαλαίων, υπό την μορφή χρηματοδότησης, τα οποία ασφαλώς και αυτά θα πρέπει να εξυπηρετηθούν.

Σημαντική συνδρομή στην αντιμετώπιση του ανωτέρω προβλήματος θα μπορούσε να έχει η εισαγωγή ρύθμισης, είτε σε ενδεχόμενη μελλοντική τροποποίηση-βελτίωση του ν 4469/2017, είτε σε τροποποίηση του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, που θα προβλέπει ότι οι επιχειρήσεις, που καταλήγουν σε συμφωνία αναδιάρθρωσης, θα θεωρούνται άμεσα επιλέξιμες για χρηματοδότηση από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εφόσον τηρούν την συμφωνία και το εγκεκριμένο επιχειρηματικό πλάνο, με βάση το οποίο έγινε η συμφωνία ρύθμισης/αναδιάρθρωσης των οφειλών τους. Ασφαλώς, υπάρχει η πρόβλεψη του άρθρου 9 παρ. 3 του ν 4469/2017, σύμφωνα με την οποία “

Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται να συμφωνηθεί, με την πλειοψηφία της παραγράφου 8 του άρθρου 8 των συμμετεχόντων πιστωτών, ότι οι απαιτήσεις οι οποίες:

α) γεννώνται ταυτόχρονα με ή μετά την κατάρτιση της σύμβασης,

β) προέρχονται από χρηματοδοτήσεις του οφειλέτη οποιασδήποτε φύσεως ή από παροχή αγαθών ή υπηρεσιών στον οφειλέτη, και

γ) αποσκοπούν στην εξασφάλιση της συνέχισης της δραστηριότητας του οφειλέτη ικανοποιούνται προνομιακά σε σχέση με όλες τις απαιτήσεις, προνομιούχες ή μη, που είχαν γεννηθεί πριν από την κατάρτιση της σύμβασης…” η οποία εμμέσως μπορεί να ενθαρρύνει χρηματοδοτήσεις, αφού προβλέπει δυνατότητα προνομιακής ικανοποίησης των απαιτήσεων από χρηματοδότηση που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της συνέχισης της δραστηριότητας του οφειλέτη.

Ωστόσο, κατά την άποψή μας, η ρύθμιση αυτή δεν είναι επαρκής, καθόσον ουδεμία προϋπόθεση θέτει για την θετική ανταπόκριση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε προτάσεις χρηματοδότησης και επι πλέον παραβλέπει το γεγονός ότι, με την επιστροφή της επιχείρησης στη βιωσιμότητα και την σταδιακή εξόφληση των σημερινών δανειακών της υποχρεώσεων, θα πρέπει αυτή να έχει την δυνατότητα λήψης νέου δανεισμού, που θα την διευκολύνει στον εκσυγχρονισμό της και την ανάπτυξή της στο επιχειρηματικό περιβάλλον που δραστηριοποιείται.

Ιωάννα Καραχάλιου
Δικηγόρος – Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια